ἐξέτρεψα

ἐξέτρεψα
ἐκτρέπω
turn out of the course
aor ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εκτρέπω — εξέτρεψα και έκτρεψα, εκτράπηκα, μτβ. 1. κάνω κάποιον ή κάτι να βγει από τη θέση του ή την πορεία του, παρασύρω: Τα σιδερένια αντικείμενα εκτρέπουν τη μαγνητική βελόνα. 2. το μέσ., εκτρέπομαι παρεκκλίνω, λοξοδρομώ. 3. μτφ., παρασύρομαι σε κάτι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εκτρέπω — εκτρέπω, εξέτρεψα βλ. πίν. 9 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”